-
1 απομεινάρι
το остаток; отрезок -
2 kalıntı
απομεινάρι, υπόλειμμα -
3 остаток
остаток м 1) το υπόλοιπο, το απομεινάρι· το ρετάλι (ткани) 2) (излишек) το πλεόνασμα ◇ \остаток дня την υπόλοιπη μέρα* * *м1) το υπόλοιπο, το απομεινάρι; το ρετάλι ( ткани)2) ( излишек) το πλεόνασμα••оста́ток дня — την υπόλοιπη μέρα
-
4 огрызок
огрызокм τό ἀπομεινάρι, τό κομματάκι. -
5 απομεινάδι
το см. απομεινάρι -
6 end
[end] 1. noun1) (the last or farthest part of the length of something: the house at the end of the road; both ends of the room; Put the tables end to end (= with the end of one touching the end of another); ( also adjective) We live in the end house.) άκρη, ακριανός2) (the finish or conclusion: the end of the week; The talks have come to an end; The affair is at an end; He is at the end of his strength; They fought bravely to the end; If she wins the prize we'll never hear the end of it (= she will often talk about it).) τέλος,πέρας,τέρμα3) (death: The soldiers met their end bravely.) θάνατος4) (an aim: What end have you in view?) σκοπός,επιδίωξη\ L5) (a small piece left over: cigarette ends.) απομεινάρι,αποτσίγαρο2. verb(to bring or come to an end: The scheme ended in disaster; How does the play end?; How should I end (off) this letter?) τελειώνω,καταλήγω- ending- endless
- at a loose end
- end up
- in the end
- make both ends meet
- make ends meet
- no end of
- no end
- on end
- put an end to
- the end -
7 fag-end
noun (the small, useless piece of a cigarette that remains after it has been smoked: The ashtray was full of fag-ends; the fag-end of the conversation.) απομεινάρι/αποτσίγαρο -
8 relic
['relik]1) (something left from a past time: relics of an ancient civilization.) υπόλειμμα, απομεινάρι2) (something connected with, especially the bones of, a dead person (especially a saint).) λείψανο -
9 remnant
['remnənt](a small piece or amount or a small number left over from a larger piece, amount or number: The shop is selling remnants of cloth at half price; the remnant of the army.) υπόλειμμα, απομεινάρι, ρετάλι -
10 stub
1. noun1) (a stump or short remaining end of eg a cigarette, pencil etc: The ashtray contained seven cigarette stubs.) απομεινάρι,αποτσίγαρο2) (the counterfoil or retained section of a cheque etc.) στέλεχος επιταγής2. verb(to hurt (especially a toe) by striking it against something hard: She stubbed her toe(s) against the bedpost.) σκοντάφτω και χτυπώ- stubby- stub out -
11 stump
1. noun1) (the part of a tree left in the ground after the trunk has been cut down: He sat on a (tree-)stump and ate his sandwiches.) κούτσουρο2) (the part of a limb, tooth, pencil etc remaining after the main part has been cut or broken off, worn away etc.) απομεινάρι(κομμένο πόδι,ρίζα δοντιού,μολυβάκι,αποτσίγαρο,κλπ.)3) (in cricket, one of the three upright sticks forming the wicket.) πασσαλίσκος2. verb1) (to walk with heavy, stamping steps: He stumped angrily out of the room.) περπατώ βαριά2) (to puzzle or baffle completely: I'm stumped!) αφήνω αναύδο,κολλώ στον τοίχο•- stumpy- stump up -
12 мякина
-ы θ.σκύβαλο, απομεινάρι•пшеничная мякина σκύβαλα σιταριού.
-
13 обломок
-мка α. θραύσμα, συντρίμι. || μτφ. υπόλειμμα, απομεινάρι παρελθόντος. -
14 огрызок
-зка α.1. απομεινάρι.2. υπόλειμμα, κομματάκι. -
15 останец
-нцэ α. απομεινάρι, λείψανο από καταστροφή. -
16 реликт
-а α.λείψανο, κατάλοιπο, απομεινάρι.
См. также в других словарях:
απομεινάρι — κ. μεινάδι, το (Μ ἀπομεινάριον) 1. υπόλοιπο, περίσσευμα 2. αποδιαλεούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. απομεινάριον < αόρ. του απομένω + (κατάλ. υποκορ.) άριον] … Dictionary of Greek
απομεινάρι — το ιού, ό,τι υπόμεινε, το υπόλειμμα: Τ απομεινάρια στο κλουβί, που κειτόταν στο πάτωμα, έδειχναν πως η γάτα είχε σπαράξει το φλώρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
ίχνιον — ἴχνιον, τὸ (Α) [ίχνος] (υποκορ. τού ίχνος) 1. το πάτημα τού ποδιού, η πατημασιά 2. ίχνος, απομεινάρι, λείψανο («προτέρης ἴχνιον ἀγλαΐης», Ανθ. Παλ.) 3. φρ. α) «ἴχνιον ἑδράζομαι» στηρίζω το πόδι β) «μετ ἴχνια βαίνω» ή «κατ ἴχνια ἐφέπομαι» ακολουθώ … Dictionary of Greek
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
αποκαΐδι — το [αποκαίω] απομεινάρι του δαυλιού, μισοκαμένο ξύλο … Dictionary of Greek
απονέρι — το 1. απομεινάρι νερού, λιγοστό νερό που ξεφεύγει 2. νερό που περνά τα τοιχώματα και μαζεύεται στο κύτος του πλοίου … Dictionary of Greek
ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες … Dictionary of Greek
κατάλειμμα — το (AM κατάλειμμα) [καταλείπω] κατάλοιπο, απομεινάρι … Dictionary of Greek
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek